λειοτριβεῖται

λειοτριβεῖται
λειοτριβέω
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευλείαντος — εὐλείαντος, ον και εύλέαντος, ον (Α) αυτός που λειοτριβείται, που κονιορτοποιείται ή που συνθλίβεται εύκολα («εὐλείαντος τροφή», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειαντός (< λειαίνω < λείος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”